- ἐπάρκιος
- ἐπάρκιοςsufficientmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επάρκιος — ἐπάρκιος, ον (Α) επαρκής … Dictionary of Greek
ἐπάρκιον — ἐπάρκιος sufficient masc/fem acc sg ἐπάρκιος sufficient neut nom/voc/acc sg ἐπά̱ρκιον , ἐπαρκέω to be strong enough for imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐπά̱ρκιον , ἐπαρκέω to be strong enough for imperf ind act 1st sg (doric aeolic) παρακίω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάρκια — ἐπάρκιος sufficient neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάρκιοι — ἐπάρκιος sufficient masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
πανεπάρκιος — ον, Α επαρκής σε όλα, ως προς όλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπάρκιος «επαρκής»] … Dictionary of Greek